κηφείδες

κηφείδες
(Αστρον.). Αστέρες που ανήκουν στην κατηγορία των μεταβλητών βραχείας περιόδου. Η λαμπρότητά τους μεταβάλλεται κανονικά από το μέγιστο προς το ελάχιστο, ενώ ο χρόνος της περιόδου τους κυμαίνεται από λίγες ώρες έως λίγες ημέρες. Οι Κ. παρουσιάζουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα, γιατί η λαμπρότητά τους σχετίζεται με την περίοδο της μεταβλητότητάς τους. Όπως ανακάλυψε η Αμερικανίδα αστρονόμος Ανιέτ Λίβιτ, οι λαμπρότεροι αστέρες έχουν μεγαλύτερη περίοδο. Η σημασία της ανακάλυψής της έγκειται στο γεγονός ότι με αυτή αποδείχθηκε η σχέση μεταξύ λαμπρότητας και περιόδου, η oποία συνετέλεσε πολύ όχι μόνο στην κατανόηση του φαινόμενου αλλά και στη δυνατότητα της μέτρησης της απόστασης. Από τον προσδιορισμό της περιόδου μεταβλητότητας, που υπολογίζεται εύκολα με την παρατήρηση, είναι δυνατός ο προσδιορισμός της απόλυτης λαμπρότητας του αστέρα και, μέσω αυτής, σε σύγκριση με τη φαινομενική λαμπρότητα, ο υπολογισμός της απόστασης, κάτι που είναι δύσκολο να γίνει με την παρατήρηση. Με αυτό τον τρόπο κατέστη δυνατή η μέτρηση της απόστασης πολλών νεφελωμάτων, στα οποία έχουν παρατηρηθεί αστέρες της κατηγορίας των Κ. Έτσι αποδείχθηκε ότι πολλά τέτοια νεφελώματα (με πρώτο αυτό της Ανδρομέδας) ήταν γαλαξίες έξω από τα σύνορα του δικού μας Γαλαξία. Οι αστέρες αυτοί πήραν την ονομασία τους από τον δ Κηφέως, τον αστέρα της ίδιας κατηγορίας που επισημάνθηκε πρώτος.
* * *
οι
αστρον. τύπος γιγαντιαίων αστέρων μεταβλητής λαμπρότητας που πήραν την ονομασία τους από τον δ τού αστερισμού τού Κηφέως, που είναι ο πρώτος αστέρας τού τύπου αυτού που ανακαλύφθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cepheids < cephe- (πρβλ. Κηφεύς, ονομ. αστερισμού) + ids (πρβλ. -ίδες, πληθ. τής πατρωνυμικής κατάλ. -ίδης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -ίδες — κατάλ. επιστημ. όρων που προέρχεται από την ήδη αρχ. πατρωνυμική κατάλ. ίδης*. Η κατάλ. χρησιμοποιήθηκε στις ευρωπ. γλώσσες, ως ταξινομικό στοιχείο, με τη μορφή idae και συχνά επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειο. Εμφανίζεται α) σε όρους… …   Dictionary of Greek

  • νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού …   Dictionary of Greek

  • Λέβιτ, Ενριέτα Σουάν — (Henrietta Swan Leavitt, Λάνκαστερ, Μασαχουσέτη 1868 – Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1921). Αμερικανίδα αστρονόμος. Από το 1902 άρχισε να εργάζεται στο αστεροσκοπείο του πανεπιστημίου Χάρβαρντ και μαζί με τον Ε. Πίκερινγκ αφοσιώθηκε σε φωτομετρικές… …   Dictionary of Greek

  • μεταβλητός αστέρας — (Αστρον.). Αστέρας, η λαμπρότητα του οποίου μεταβάλλεται με τον χρόνο (έως σήμερα έχουν καταμετρηθεί περίπου 30.000 τέτοιοι αστέρες). Η μεταβολή αυτή είναι εφικτό να φανεί στην καμπύλη φωτός του αστέρα και μπορεί να είναι ομαλή –με περίοδο που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”